- χαλκιδικῆς
- χαλκιδικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
Χαλκιδικῆς — Χαλκιδικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… … Dictionary of Greek
πολύγυρος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής του ομώνυμου νομού. Ο Π. βρίσκεται χτισμένος αμφιθεατρικά στα Δ του Σταυρού Τούμπα, νοτιότερης κορυφής του Χολομώντα. Είναι πρωτεύουσα του νομού και… … Dictionary of Greek
Στάγειρα — Αρχαία πόλη στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής, στην κοινοτική περιοχή της Ολυμπιάδας, γνωστή κυρίως ως πατρίδα του Αριστοτέλη. Σε αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης) αναφέρεται και ως (η) Στάγιρος. Το σημερινό χωριό Στάγιρα (άλλοτε Δογαντζή ή… … Dictionary of Greek
Δουμπιώτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τα Δουμπιά της Χαλκιδικής. 1. Βασιλικός. Συμμετείχε στα σώματα που εξόπλισε η οικογένειά του και σκοτώθηκε στην εξέγερση της Χαλκιδικής. 2. Κωνσταντίνος. Αρματολός και δερβέναγας στη Χαλκιδική. Μυήθηκε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek
Ποτίδαια — Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, αποικία των Κορινθίων. Χτίστηκε περίπου το 600 π.Χ., σχετίστηκε με τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου, την κατέστρεψε ο Φίλιππος το 356 π.Χ. και την ξανάχτισε ο Κάσσανδρος το 316 π.Χ. με την ονομασία Κασσάνδρεια.… … Dictionary of Greek
μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… … Dictionary of Greek